Δεν λύνεται με… «ανάσες» το Δημογραφικό

23 Ιανουαρίου 2024

Του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου*

Αποτελεί εθνική αναγκαιότητα η αντιμετώπιση ενός προβλήματος που εντείνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Αναφέρομαι στο Δημογραφικό, δηλαδή στη συνεχή μείωση του πληθυσμού της χώρας. Πρόκειται για έναν υπαρκτό κίνδυνο του οποίου οι συνέπειες, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα είναι τραγικές και σε πάρα πολλά επίπεδα.

Ήδη είναι δυσοίωνες οι προβλέψεις για το μέλλον, καθώς εκτιμάται ότι το 2030 το 1/3 του πληθυσμού θα υπερβαίνει την ηλικία των 60 ετών και το 2050 θα φθάνει το ήμισυ. Δηλαδή, η Ελλάδα μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε μία χώρα γερόντων, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την οικονομία, το Ασφαλιστικό της και γενικά το μέλλον της.

Εξαιτίας της μείωσης των γεννήσεων, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat του 2023, ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί από τα 10.460.000 άτομα το 2022 στα 7.800.000 άτομα το 2070. Μιλάμε, δηλαδή, για μία εφιαλτική εξέλιξη.

Υπάρχουν σίγουρα πολλές αιτίες που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα να είναι ουραγός των χωρών της Ε.Ε. στο θέμα των γεννήσεων, με βασικότερη, κατά τη γνώμη μου, την οικονομική ανασφάλεια. Δεν είναι παράλογο ένα νέο ζευγάρι που δεν έχει σταθερά εισοδήματα ή που βλέπει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής να επιλέγει είτε να μην κάνει παιδιά είτε να αρκεστεί σε ένα.

Οπότε, στην Ελλάδα της ακρίβειας και των συνεχών κρίσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η κοινωνία, απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές στήριξης των οικογενειών και, περισσότερο, των νέων.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την αύξηση του επιδόματος γέννησης από 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που ισχύει σήμερα σε 2.400-3.500 ευρώ, αναλόγως του αριθμού των τέκνων, και μάλιστα αναδρομικά από 1/1/2023, ενώ ήδη υλοποιεί και μία σειρά από άλλα μέτρα.

Φοβάμαι, όμως, ότι μιλάμε για μία «ανάσα». Σημαντική μεν, αλλά όχι ικανή να αντιστρέψει την πορεία που έχει χαραχθεί. Για να δούμε περισσότερες γεννήσεις στην ελληνική κοινωνία, απαιτούνται δομικές αλλαγές που θα ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο, θα τονώσουν το επιχειρείν, θα κάνουν τους πολίτες να αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς σε θέματα οικονομίας -άρα δεν θα είναι τόσο μεγάλο το ρίσκο απόκτησης περισσότερων παιδιών-, θα επιλύσουν μία σειρά από σοβαρά ζητήματα που κυριαρχούν στην καθημερινότητά τους, όπως η ακρίβεια στα τρόφιμα και η δυσκολία να βρεθεί στέγη με ένα λογικό αντίτιμο, και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας με καλύτερες προοπτικές σε θέματα αμοιβών αλλά και επαγγελματικής ανέλιξης των εργαζομένων από αυτές που υπάρχουν σήμερα.

Όσο περισσότερο καθυστερούμε ως χώρα στη λήψη των κατάλληλων μέτρων τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να μπούμε αμετάκλητα σε μία πορεία χωρίς επιστροφή.

*Πρόεδρος ΕΕΑ και επίτιμος διδάκτωρ ΠΑ.ΠΕΙ.